- φαεσιμβροτος
- φαεσίμβροτοςφᾰεσί-μβροτος2сияющий для смертных, несущий свет людям
(Ἠέλιος Hom., Hes.; θεός Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἠέλιος Hom., Hes.; θεός Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαεσίμβροτος — bringing light to mortals masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαεσίμβροτος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που φέρνει φως στους θνητούς («θεοῡ φαεσιμβρότου αὐγαί», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαFε (πρβλ. φάε, γ εν. πρόσ. ενός αορ., βλ. και λ. φως) + μβροτος (< βροτός* «θνητός»), πρβλ. τερψίμβροτος. Η μορφή φαε σι τού α… … Dictionary of Greek
φαεσίμβροτον — φαεσίμβροτος bringing light to mortals masc/fem acc sg φαεσίμβροτος bringing light to mortals neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαεσιμβρότου — φαεσίμβροτος bringing light to mortals masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαεσιμβρότῳ — φαεσίμβροτος bringing light to mortals masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαεσίμβροτα — φαεσίμβροτος bringing light to mortals neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαεσίμβροτε — φαεσίμβροτος bringing light to mortals masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αννέομαι — ἀννέομαι (Α) ανατέλλω («Οὐδ ὅπῃ ἠέλιος φαεσίμβροτος εἶσιν ὑπὸ γῆν, οὐδ ὅπῃ ἀννεῖται» Όμηρος). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. του ανανέομαι «ανατέλλω»] … Dictionary of Greek
βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek
φαυσίμβροτος — ον, Α φαεσίμβροτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φαυ σι (< θ. φαF < ΙΕ ρίζα *bhә2 w «λάμπω, φωτίζω» [βλ. λ. φως]) + μβροτος (< βροτός* «θνητός»), πρβλ. τερψι μβροτος, φαεσί μβροτος] … Dictionary of Greek